ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

Για το περιστατικό στο Σαρόκο

Την τελευταία χρονική περίοδο έχουν δει το φως της δημοσιότητας σοβαρές περιπτώσεις βίαιων επεισοδίων μεταξύ ανηλίκων μαθητών μας. Τόσο στο πλαίσιο των σχολικών δραστηριοτήτων όσο και εκτός αυτών. Αποκορύφωμα του φαινομένου αυτού ήταν το σοβαρότατο περιστατικό βίας που συνέβη σήμερα το μεσημέρι στην πλατεία Σαρόκο, όπου μαζεύονται καθημερινά εκατοντάδες παιδιά προκειμένου να πάρουν το λεωφορείο για τα σπίτια τους μετά το σχολείο. Όλη η εκπαιδευτική κοινότητα είναι σοκαρισμένη από την ένταση του περιστατικού, μια και με αυτά τα παιδιά οι εκπαιδευτικοί αλληλεπιδρούμε κάθε μέρα. 

Μπορεί να φανεί κυνικό άλλα δεν πρέπει να μας εκπλήσσουν τέτοιες συμπεριφορές. Το σημερινό περιστατικό, η όξυνση της νεανικής παραβατικότητας, η οποία εκδηλώνεται με ιδιαίτερη ένταση τα τελευταία χρόνια δεν είναι ανεξήγητο ή μεμονωμένο περιστατικό. Έχει βαθύτατη σχέση με τα προβλήματα της καθημερινότητας, το ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο, τις αρχές και τις αξίες με τις οποίες διαπαιδαγωγούνται οι μαθητές εντός και εκτός τάξης.

Στη βάση του προβλήματος της σχολικής βίας, βρίσκεται στην πραγματικότητα ο τρόπος λειτουργίας, αλλά και οι βασικές αρχές της κοινωνίας, η οποία αποδέχεται τον ανταγωνισμό και τη βία που είναι πολλές φορές αόρατη, αναίμακτη ή βουβή.  Η ματαίωση κάθε προσδοκίας και ονείρου από ένα  σύστημα που συνθλίβει τους νέους, φοιτώντας σε  ένα σχολείο ανταγωνιστικό και εξετασιοκεντρικό.  Μεγαλώνοντας σε μια χώρα, που οι θεσμοί της αφήνουν ατιμώρητα εγκλήματα, όπως αυτό των Τεμπών, εκθέτουν ανήλικες, πάνω στις οποίες ενήλικες έχουν εγκληματήσει και ασελγήσει, δίνοντας τη διεύθυνση της βορά στα Μ.Μ.Ε.. Ενός συστήματος που ιδιωτικοποιεί την υγεία και την παιδεία, αφήνοντας χωρίς καμία πρόνοια το πιο ευαίσθητο κομμάτι της: Τα ίδια τα παιδιά της.

Συνεπώς καμία έκπληξη δεν πρέπει να προκαλούν τέτοια φαινόμενα, μια και οι μαθητές μας, εντός και εκτός του σχολικού χώρου, μπολιάζονται με τις αρχές ενός κοινωνικού συστήματος που αποθεώνει τον ατομισμό, τον ανταγωνισμό, το «δίκαιο του ισχυρότερου», τον σεξισμό και τον ρατσισμό. Από την άποψη αυτή αποτελεί πραγματικό εμπαιγμό η «δυσφορία» που εκφράζουν για τη νεανική βία οι υπερασπιστές μιας τέτοιας κοινωνίας  και όσοι έχουν ταχθεί υπέρ της διαιώνισής της.

Αλήθεια τι περιμένουν όλοι αυτοί από τα παιδιά που ζουν στη Κέρκυρα των ιλιγγιωδών -από τον τουρισμό- κερδών για τους λίγους, της άγριας εκμετάλλευσης των εργαζομένων από το τουριστικό κεφάλαιο, της βαριάς παραβατικότητας και του οργανωμένου εγκλήματος;

Από παιδιά δηλαδή που:

  • ζουν σε συνθήκες φτώχειας και οδηγούνται στο να πιάνουν δουλειά από τα 15 ή και από ακόμα μικρότερη ηλικία, με αποτέλεσμα να χάνουν πρόωρα την παιδικότητά τους. Είναι χαρακτηριστικό, ότι το ποσοστό εργασίας ανάμεσα στα παιδιά του ΕΠΑΛ αγγίζει το 100%.
  • δεν έχουν ελεύθερους χώρους για να αθληθούν, να παίξουν, να κοινωνικοποιηθούν με τους συνομηλίκους τους,
  • δεν έχουν τη δυνατότητα για δωρεάν καλλιτεχνικές δραστηριότητες,
  • χάνουν την ουσιαστική επαφή με τους γονείς τους επί έξι συνεχόμενους μήνες μια και αυτοί δουλεύουν 12 ή και 14 ώρες κάθε μέρα στην τουριστική σεζόν,
  • βλέπουν με τα ίδια τους τα μάτια τις αβυσσαλέες κοινωνικές και ταξικές διαφορές που λειτουργούν διαλυτικά στην ανάπτυξη υγιών διαπροσωπικών σχέσεων με τους συνομηλίκους τους αλλά και με το σύνολο της κοινωνίας.

Η ΕΛΜΕ Κέρκυρας έχει αναδείξει την κρισιμότητα του φαινομένου, το οποίο έγινε εκρηκτικό ειδικά μετά την εγκληματική διαχείριση της πανδημίας από την κυβέρνηση, η οποία αντί να ανοίξει τα σχολεία με όλα τα μέτρα ασφαλείας που είχε προτείνει το σωματείο μας αλλά και οι Ομοσπονδίες των εκπαιδευτικών, ΟΛΜΕ και ΔΟΕ, (μείωση του αριθμού των μαθητών ανά τμήμα, προσλήψεις εκπαιδευτικών, νοσηλευτών, ψυχολόγων, κοινωνικών λειτουργών, καθαριστριών, επαναλειτουργία σχολείων που είχαν παύσει τη λειτουργία τους τα προηγούμενα χρόνια κλπ.), προτίμησε να «κλείσει» για δυο χρόνια τους μαθητές στα σπίτια τους, χωρίς ουσιαστική στήριξη.

Αλήθεια για πόσους μαθητές άραγε το κυβερνητικό «Μένουμε στο σπίτι» ήταν «Μένουμε σε ένα βίαιο σπίτι», «Μένουμε στο σπίτι χωρίς τα αναγκαία», «Μένουμε στο σπίτι χωρίς ουσιαστική επαφή με τους συνομηλίκους μας»;

Απόδειξη της αδιαφορίας της κυβέρνησης να αντιμετωπίσει, ακόμα και μετά τη λήξη της πανδημίας, τα σοβαρότατα ψυχοκοινωνικά προβλήματα που προκάλεσε η πολιτική της στους μαθητές μας, είναι το γεγονός ότι, παρά τον πακτωλό των εκατομμυρίων που διαχειρίζεται το ΥΠΑΙΘΑ, δεν έχει ακόμα εκπονηθεί και δημοσιευθεί μια ενδελεχής και πλήρης επιστημονική μελέτη για τα αποτελέσματα του εγκλεισμού και της πανδημίας στο γνωστικό επίπεδο και στην ψυχοκοινωνική ανάπτυξή τους.

Το παζλ της αδιαφορίας εκ μέρους της κυβέρνησης ολοκληρώνεται με την απουσία εξειδικευμένου προσωπικού στα σχολεία. Πάγιο αίτημα της ΕΛΜΕ είναι να υπάρχει σε κάθε σχολείο τουλάχιστον ένας ψυχολόγος, κοινωνικός λειτουργός και νοσηλευτής με καθεστώς μονίμου, προκειμένου η προσέγγιση των μαθητών να γίνεται με επιστημονικούς όρους. Η κυβέρνηση όχι απλώς δεν υλοποιεί το δίκαιο αυτό αίτημα, αλλά αντιθέτως έχει φτάσει στο εξωφρενικό σημείο να «μοιράζει» ένα ψυχολόγο σε 5 σχολεία!

Στα ΕΠΑΛ, όπου υποτίθεται ότι λόγω του προγράμματος «μια νέα αρχή στο ΕΠΑΛ» υπάρχει ψυχολόγος (γιατί αν δεν υπήρχε πρόγραμμα, σιγά μην υπήρχε ψυχολόγος), έχει στην ευθύνη της μόνο την Α΄ Λυκείου, γιατί έτσι λέει το πρόγραμμα  και αν πούμε ότι αναλαμβάνει όλα τα παιδιά, μιλάμε για 450 παιδιά, για  μια ψυχολόγο.

Πάει λοιπόν πολύ να θρηνούν για την εκδήλωσή της βίας στο σχολικό περιβάλλον αυτοί που σφυρίζουν αδιάφορα απέναντι στα αιτήματα της ΕΛΜΕ και των Ομοσπονδιών των εκπαιδευτικών, μια και οι ίδιοι είναι οι υποστηρικτές ενός κοινωνικού συστήματος καταπίεσης. Ως εκ τούτου δεν έχουν δικαίωμα ούτε στον στιγματισμό οικογενειών, ούτε στη στοχοποίηση συναδέλφων, ούτε καν στο άλλοθι της έκπληξης. Δικό τους δημιούργημα είναι η βία στα σχολεία.

Το ΔΣ της ΕΛΜΕ δεν έχει αυταπάτες ότι οι προτάσεις του ή άλλες συμπληρωματικές μπορούν να εξαφανίσουν τις εκδηλώσεις νεανικής βίας, μια και η ρίζα του προβλήματος βρίσκεται στην οργάνωση του συνόλου της κοινωνίας. Ωστόσο, απαιτεί να ληφθούν μέτρα που μπορούν τουλάχιστον να βοηθήσουν στον περιορισμό του προβλήματος:

– διορισμό μόνιμου εξειδικευμένου προσωπικού σε κάθε σχολείο (ψυχολόγοι, κοινωνικοί λειτουργοί, νοσηλευτές) και σε επαρκή αναλογία με βάση το πλήθος μαθητών κάθε σχολικής μονάδας, προκειμένου να παρέχεται πραγματική υποστήριξη

– προγράμματα συμβουλευτικής για τα προβλήματα των νέων (bullying, νεανική βία, εξαρτήσεις κλπ) σε μαθητές και εκπαιδευτικούς με αποκλειστική ευθύνη του Κράτους και επιστημονική επιμέλεια των Πανεπιστημίων

– δημιουργία χώρων δωρεάν άθλησης και ψυχαγωγίας για τα παιδιά του νησιού στην πόλη και τα χωριά με ευθύνη του Κράτους και της Τοπικής Διοίκησης (Δήμος–Περιφέρεια)

– δημιουργία δημόσιων  δομών συμβουλευτικής γονέων πλήρως στελεχωμένων με εξειδικευμένο προσωπικό

Leave a Comment