ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

Για την «Εσωτερική και εξωτερική αξιολόγηση» των σχολικών μονάδων

ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ ΚΛΑΔΟΥ

ΜΕ ΑΠΕΡΓΙΑ – ΑΠΟΧΗ

Το Υπουργείο Παιδείας προχώρησε στην έκδοση Υπουργικής Απόφασης (Υ.Α.) με ΦΕΚ 140/20-1-2021 και τίτλο: «Συλλογικός προγραμματισμός, εσωτερική και εξωτερική αξιολόγηση των σχολικών μονάδων ως προς το εκπαιδευτικό τους έργο». Εξειδικεύει το νόμο 4692/20 και αποτελεί το εναρκτήριο  λάκτισμα για την ενεργοποίηση των διαδικασιών της αξιολόγησης – αυτοαξιολόγησης στην εκπαίδευση. Το επόμενο βήμα είναι η ατομική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών.

Η αξιολόγηση χωρίζεται σε εσωτερική και εξωτερική και αναφέρεται σε τρεις βασικές λειτουργίες της σχολικής μονάδας, «την παιδαγωγική και μαθησιακή λειτουργία, τη διοικητική λειτουργία, και τη λειτουργία της ως επαγγελματικής κοινότητας μάθησης, που προωθεί την επαγγελματική ανάπτυξη των εκπαιδευτικών».

  1. Η εσωτερική αξιολόγηση προβλέπει τον προγραμματισμό της σχολικής μονάδας και τον καθορισμό στόχων στην αρχή του σχολικού έτους, ενώ στο τέλος του, συντάσσεται έκθεση εσωτερικής αξιολόγησης, που αναρτάται στην αντίστοιχη ψηφιακή πλατφόρμα του ΙΕΠ, η οποία γίνεται με βάση 14 θεματικούς άξονες, που βαθμολογούνται σε 4βαθμη κλίμακα. Γίνεται από το σύλλογο, αφού πρώτα, ο κάθε εκπαιδευτικός, υποχρεωτικά συμμετέχει σε δύο ομάδες, η μία εκ των οποίων είναι κοινή για όλους και αφορά τη θεματική «Διδασκαλία, Μάθηση και Αξιολόγηση». Η έκθεση αναρτάται στην πλατφόρμα του ΙΕΠ.

 

  1. Η εξωτερική αξιολόγηση βασίζεται στην έκθεση του συλλόγου, γίνεται από τους συντονιστές παιδαγωγικού έργου, για κάθε σχολική μονάδα ευθύνης τους, οι οποίοι συντάσσουν έκθεση, σε 10βαθμη κλίμακα και προτείνουν τρόπους βελτίωσης. Τη σκυτάλη παίρνει το ΠΕΚΕΣ  σε περιφερειακό επίπεδο, με βάση τις εκθέσεις των Συντονιστών όπως περιγράφηκαν παραπάνω, για να καταλήξουμε στην ΑΔΙΠΠΔΕ, η οποία αξιοποιώντας τις εκθέσεις των Συντονιστών και των ΠΕΚΕΣ εισηγείται στο Υπουργείο Παιδείας τρόπους βελτίωσης και αποτελεσματικότερης οργάνωσης του προγραμματισμού και της εσωτερικής και εξωτερικής αξιολόγησης.

Ας αρχίσουμε να ξηλώνουμε τη διαδικασία:

  • Από τους 14 θεματικούς άξονες, τους οποίους πρέπει να αξιολογήσουν οι σύλλογοι, μόνο δύο αναφέρονται σε αυτήν καθαυτή, την εκπαιδευτική, μορφωτική διαδικασία -φυσικά με τον τρόπο που αναφέρθηκε παραπάνω-, ενώ οι υπόλοιποι, είναι έτσι διαμορφωμένοι ώστε να «κουμπώνουν» με προγράμματα και δράσεις. Μεγάλο βάρος δίνεται στη διοικητική λειτουργία, στην ηγεσία της σχολικής μονάδας, στη διαχείριση των πόρων και τη συνεργασία με τους τοπικούς φορείς, ενώ ξεχωριστή «θεματική» αποτελεί η «επαγγελματική ανάπτυξη» των εκπαιδευτικών. Με άλλα λόγια, η αέναη προσπάθεια συλλογής χαρτιών και προσόντων, που προφανώς θα εντείνουν τον ανταγωνισμό μεταξύ των σχολικών μονάδων, αλλά και των ίδιων των εκπαιδευτικών μεταξύ τους. Το προσοντολόγιο για τις προσλήψεις αναπληρωτών και τους διορισμούς έχει ήδη δώσει ένα δείγμα γραφής σε αυτή την κατεύθυνση.
  • Ας σημειώσουμε ότι οι κλίμακες αξιολόγησης με τις διαβαθμίσεις τους αλλά και η φρασεολογία – ορολογία παραπέμπουν στην οικονομία και όχι στην εκπαίδευση και θυμίζουν την «αξιολόγηση των υπηρεσιών σε παρόχους κινητής τηλεφωνίας(!). Σε αυτήν τη λογική, της αγοραίας αντιμετώπισης της εκπαίδευσης συντείνει και το γεγονός της δημοσιοποίησης των εκθέσεων στην πλατφόρμα του ΙΕΠ, εντείνοντας την κατηγοριοποίηση των σχολείων. Η ισοπεδωτική λογική, η οποία δεν λαμβάνει υπόψη της, γεωγραφικές, κοινωνικές ή μορφωτικές ανισότητες, εξυπηρετεί τη λογική της κυβέρνησης για λιγότερο και φθηνότερο δημόσιο σχολείο.
  • Σε ένα υποχρηματοδοτούμενο σχολείο θα αξιολογείται η «ικανότητα διαχείρισης των οικονομικών πόρων». Δηλαδή πώς θα γίνεται περιορισμός δαπανών, πώς θα βάζουν πιο βαθιά το χέρι στην τσέπη οι γονείς, πώς θα αναζητούνται χορηγοί.
  • Σε ένα υποστελεχωμένο σχολείο, που η λειτουργία του βασίζεται σε 50.000 συμβασιούχους, θα αξιολογείται η «αποτελεσματική αξιοποίηση του προσωπικού». Δηλαδή το πώς θα καλύπτονται τα κενά εκ των ενόντων, πώς θα γίνεται ο εκπαιδευτικός λάστιχο, πώς θα μπαλώνονται τρύπες με εκπαιδευτικούς να διδάσκουν άσχετα με την ειδικότητά τους μαθήματα.
  • Σε ένα σχολείο με ακατάλληλες υποδομές, με αίθουσες κλουβιά και χιλιάδες μαθητές σε κοντέινερ, θα αξιολογείται «η αξιοποίηση των σχολικών υποδομών», αλλά και ο εμπλουτισμός και εκσυγχρονισμός τους. Και επειδή μάλλον ο Σύλλογος Διδασκόντων είναι λίγο δύσκολο να αποφασίσει την ανέγερση νέων κτηρίων, αυτό που θα αξιολογείται θα είναι το άνοιγμα της πόρτας στους χορηγούς και τις κάθε λογής επιχειρήσεις για να κάνουν τις μπίζνες τους.
  • Σε μια εποχή που η ανάγκη για στέρεη γνώση και ολόπλευρη μόρφωση είναι αδήριτη θα αξιολογείται η «καλλιέργεια δεξιοτήτων στους μαθητές». Δηλαδή το πόσο γρήγορα γίνεται η στροφή της εκπαίδευσης στη λογική της εκγύμνασης εφήμερων δεξιοτήτων εις βάρος των μορφωτικών αναγκών των μαθητών και κατά πόσο ανοίγει η πόρτα για την εμπλοκή στην εκπαιδευτική διαδικασία φορέων άσχετων με την εκπαίδευση, από Μ.Κ.Ο. μέχρι και επιχειρήσεις 

Η λεγόμενη «αξιολόγηση» θα οδηγήσει στο ακριβώς αντίθετο από αυτό που η κυβέρνηση ευαγγελίζεται! Θα αλλάξει προς το χειρότερο,

για την πλειοψηφία, τη σχολική πραγματικότητα! 

Θα οδηγήσει στη μεγαλύτερη υποβάθμιση του σχολείου, στη μεταφορά της ευθύνης για όλα τα προβλήματα στους ίδιους τους γονείς, τους μαθητές και τους εκπαιδευτικούς, στην ακόμα μεγαλύτερη κατηγοριοποίηση και ταξική διαφοροποίηση της εκπαίδευσης. Και πού το ξέρουμε αυτό; Από τη διεθνή πείρα των «αξιολογημένων» σχολείων σε πολλές χώρες όπου ο λειτουργικός αναλφαβητισμός, η σχολική διαρροή, οι ταξικοί φραγμοί και η πολυκατηγοριοποίηση «ζουν και βασιλεύουν»!

Κοινό χαρακτηριστικό όλων των παραπάνω είναι η απαλλαγή της κεντρικής εξουσίας από οποιαδήποτε υποχρέωση σχετικά με την παροχή των δυνατοτήτων εκπαίδευσης (σχολικά κτίρια και υποδομές, κεντρική χρηματοδότηση, επιμόρφωση εκπαιδευτικών). Όλα μεμιάς είναι ατομική ευθύνη του γονέα, του εκπαιδευτικού, του μαθητή.

Οι διαδικασίες της «εσωτερικής και εξωτερικής αξιολόγησης», όπως προβλέπονται
από την Υ.Α. ρίχνουν και το τελευταίο «φύλλο συκής».

 

Καθοδηγητικό νήμα των κυβερνητικών σχεδιασμών αποτελούν οι εκθέσεις της Ε.Ε. και του ΟΟΣΑ αλλά και οι διαπιστώσεις της έκθεσης Πισσαρίδη για την εκπαίδευση, που επισημαίνουν ως κομβικό πρόβλημα την «Έλλειψη αξιολόγησης των εκπαιδευτικών δομών και του εκπαιδευτικού προσωπικού». Η έκθεση Πισσαρίδη προτείνει συγκεκριμένα για την αντιμετώπιση της παραπάνω «αγκύλωσης» τα εξής: «Συνεχής αξιολόγηση με βάση κριτήρια όπως οι επιδόσεις των μαθητών, το ποσοστό εισαγωγής των μαθητών στα Πανεπιστήμια, οι ειδικές προκλήσεις κάθε σχολείου. Σύνδεση της χρηματοδότησης των σχολείων με την επίτευξη εκπαιδευτικών στόχων. Δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων των αξιολογήσεων και σύγκριση μεταξύ των σχολείων με αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών «διαχείρισης μεγάλων δεδομένων» (big data)».

Το περιεχόμενο και οι στοχεύσεις της «εσωτερικής και εξωτερικής αξιολόγησης» κινούνται στα πλαίσια των παραπάνω κατευθύνσεων και για την κυβέρνηση η πανδημία αποτέλεσε το κατάλληλο εργαλείο για την υλοποίησης της εχθρικής προς το λαό εκπαιδευτικής πολιτικής.

Στην πράξη η κυβέρνηση της Ν.Δ. εφαρμόζει το νομοθετικό πλαίσιο της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ (ν.4547/18)  με τις προσθήκες του ν. 4692/2020 (Κεραμέως). Η Υπουργική Απόφαση 140/20-1-2021 κινείται στον κοινώς διακηρυγμένο στόχο για «δημιουργία κουλτούρας αξιολόγησης στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα.

Οι χιλιάδες εκπαιδευτικοί, οι οποίοι ζούμε και αναπνέουμε καθημερινά μέσα στα σχολεία,  είμαστε οι πρώτοι που παλεύουμε για ένα «ποιοτικό και αναβαθμισμένο σχολείο» για όλα τα παιδιά και όχι για τα ιδιωτικά κολλέγια και τους σχολάρχες

Οι εκπαιδευτικοί καθημερινά εξετάζουμε κριτικά και αυτοκριτικά τη δουλειά μας, τον τρόπο που κάνουμε το μάθημα και προσπαθούμε με πενιχρά μέσα και χωρίς καμία στήριξη να δώσουμε ό,τι καλύτερο στους μαθητές μας. Στα σχολεία μας οι Σύλλογοι Διδασκόντων και οι εκπαιδευτικοί σχεδιάζουμε, κρίνουμε, αναπροσαρμόζουμε τον τρόπο που κάνουμε το μάθημα.

Τους μήνες της υποχρεωτικής αναστολής λειτουργίας των σχολείων χωρίς καμία στήριξη, χωρίς τεχνολογικά μέσα και επιστημονική καθοδήγηση κρατήσαμε ανοιχτή την εκπαιδευτική διαδικασία.

Τι κάνει η κυβέρνηση και το Υπουργείο Παιδείας για να στηρίξει στην πράξη τη δουλειά του εκπαιδευτικού; Κυριολεκτικά τίποτα!

Κυβέρνηση και Υπουργείο Παιδείας 10 μήνες τώρα αξιοποιούν την πανδημία και ψηφίζουν το ένα νομοσχέδιο μετά το άλλο. Τσακίζουν όλο και πιο πολύ τα μορφωτικά δικαιώματα των μαθητών, κάνουν λάστιχο τα εργασιακά δικαιώματα των εκπαιδευτικών και των εργαζομένων.   

Οι αγώνες του εκπαιδευτικού κινήματος ενάντια στην αξιολόγηση για πολλές δεκαετίες δείχνουν ότι έχουμε τη δύναμη να επιβάλλουμε τη θέλησή μας ακόμα και απέναντι σε ψηφισμένους νόμους. Όπως αφήσαμε στα χαρτιά τις ρυθμίσεις για τις κάμερες στην τάξη, όπως ακυρώσαμε τις πραξικοπηματικές μεθοδεύσεις της κυβέρνησης με τις εκλογές – παρωδία για τα Υπηρεσιακά Συμβούλια, με το εμφατικό 95% αποχή, έτσι και τώρα μπορούμε να εμποδίσουμε τους κυβερνητικούς σχεδιασμούς.

Σε αυτή τη βάση: Δηλώνουμε  την αντίθεσή μας στους σχεδιασμούς για αξιολόγηση της σχολικής μονάδας και για ατομική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών.

Αποφασίζουμε απεργία – αποχή από τις διαδικασίες αξιολόγησης στελεχών και αξιολόγησης/αυτοαξιολόγησης σχολικών μονάδων που προβλέπονται από τον νόμο 4692/2020 (ΦΕΚ 12 Ιουνίου 2020) που αφορούν την αξιολόγηση και συγκεκριμένα τα άρθρα 33, 34, 35, 36, καθώς και από την Υ.Α. 6603/ΓΔ4 (ΦΕΚ 140 20 Ιανουαρίου 2021). Συμμετέχουμε στην απεργία – αποχή που έχουν αποφασίσει ΔΟΕ και ΟΛΜΕ.

Με βάση όλα τα παραπάνω, καλούμε:

  • Τους Συλλόγους Διδασκόντων να δηλώσουν (θα σταλεί σχέδιο) τη συμμετοχή τους στην απεργία – αποχή της ΟΛΜΕ και με βάση αυτή την απόφαση να μην προχωρήσουν σε καμία διαδικασία, η οποία σχετίζεται με την εφαρμογή της Υ.Α. (ειδική συνεδρίαση του Συλλόγου Διδασκόντων, συγκρότηση ομάδων δράσης, συνεδρίαση για τη σύνταξη έκθεσης «Εσωτερικής και Εξωτερικής Αξιολόγησης»).
  • Ειδικά καλούμε τα στελέχη εκπαίδευσης (Διευθυντές σχολείων, Συντονιστές Εκπαιδευτικού Έργου κ.τ.λ.) να συνταχθούν με την απόφαση του κλάδου συμμετέχοντας στην απεργία – αποχή.

ΕΝΩΜΕΝΟΙ – ΣΥΣΠΕΙΡΩΜΕΝΟΙ ΣΤΑ ΣΩΜΑΤΕΙΑ ΜΑΣ
ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΚΑΙ ΑΥΤΗ ΤΗ ΦΟΡΑ ΝΑ ΤΑ ΚΑΤΑΦΕΡΟΥΜΕ.
ΤΟ ΧΡΩΣΤΑΜΕ ΣΤΟΥΣ ΜΑΘΗΤΕΣ ΜΑΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΓΟΝΕΙΣ ΤΟΥΣ.

Σημειώνουμε τέλος, ότι η ως αποχή των εκπαιδευτικών από συγκεκριμένα καθήκοντα, προβλέπεται από τις διατάξεις του ν.1264/1982, όπως αυτές έχουν ερμηνευτεί από το αρμόδια Δικαστήρια (όλως ενδεικτικώς Δ.Εφ. 486/1995 κ.α.) και συνιστά απολύτως νόμιμη μορφή συνδικαλιστικής δράσης, αναγνωριζόμενη ως μορφή απεργίας. Η απεργία – αποχή χρησιμοποιήθηκε από την ΑΔΕΔΥ σε όλο το Δημόσιο με μεγάλη επιτυχία και καθολική συμμετοχή των εργαζομένων.

Leave a Comment